Ιδρυτής του Μουσείου
Ο Αντώνης Συριανός είναι ένας πολυπράγμων καλλιτέχνης, με καταγωγή από την Τήνο. Πέραν από τις σπουδές του στη Νομική και το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο των έργων τέχνης, έχει σπουδάσει μουσική στο Ωδείο του Παρισιού και στη Σχολή της Σκάλας του Μιλάνου. Το 2000 ξεκίνησε την καριέρα του ως σολίστας τενόρος στο θέατρο Σαν Φιντέλε του Μιλάνου, και ακολούθησε μια επιτυχημένη πορεία με πολυάριθμες εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο. Έχει ασχοληθεί με τη μελέτη της ελληνικής, ναπολιτάνικης, τουρκικής και ισπανικής μουσικής, ενώ τελευταία ερευνά την ανατολίτικη μουσική στις χώρες της Μεσογείου σε συνεργασία και με σολίστες της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών.

«Είμαι ο μικροαανηψιός της Αναστασίας, δηλαδή το εγγόνι του αδερφού της, ο οποίος λόγω του ότι είχε παντρευτεί κατωβρυσιώτισσα, τον είχαν γράψει στα μαύρα κατάστιχα, και είχαν επί σειρά ετών διακόψει κάθε σχέση με την οικογένεια του.»
«Δεν ήταν της σειράς μας, μάτια μ’, οι γυναίκες π’ πήραν, λέγαν μ’ένα στόμα οι Καστρωμένες. Με τα χρόνια, γλύκαναν κάπως οι σχέσεις τους, και ήταν εκείνη την εποχή, ήμουνα δεν ήμουνα πέντε χρονών, που άρχισα δειλά να καταλαβαίνω και να τοποθετώ τον κόσμο δίπλα μου.
Δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι τους έμοιαζα, γιατί κι άλλοι μέσα στο σόι είχαν κληρονομήσει τ’ ανάστημα και τα βαθιά γαλανά μάτια τους. Ήταν εκείνη η περιέργεια που είχα από μικρός να τα μάθω όλα κι όσο πιο γρήγορα γινότανε, που σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές σχολικές μου επιδόσεις, τις έκανε να ανακράζουν με στόμφο όταν αναφερόντουσαν σε μένα. Των γραμμάτων παιδί! έλεγαν, καρφόνοντας τους άλλους στα μάτια με τρόπο τόσο προσβλητικό, που ήταν σαν να τους αποκήρυτταν, αρνούμενες κάθε συγγενικά σύνδεσμο μαζί τους.»
«Συνεπαρμένος από το ύφος και τις συζητήσεις τους που άλλο αντικείμενο δεν είχαν από το σπίτι και το ένδοξο παρελθόν τους, δεν άργησα να μετακομίσω σχεδόν, προς δυσαρέσκεια των δικών μου, και να κατοικήσω μαζί τους, βάζοντας το πατρικό μου σπίτι εντελώς σε δεύτερη μοίρα.»
«Το πολύ νεαρό της ηλικίας μου, έγινε το ζυμάρι που επιδέξια πλάστηκε στα χέρια τους, και το σφουγγάρι που θα απορροφούσε ότι η έλλειψη δικής τους οικογένειας τις είχε εμποδίσει να μεταδώσουν, σε τέτοιο σημείο, που σε λίγο χρόνο, και ο χώρος που ζούσαν, και αυτές οι ίδιες, να γίνουν το σημείο αναφοράς μου.
Μέσα από τον τρόπο διασκέδασης τους, μέσα από τις διηγήσεις τους, που σίγουρα ήταν περισσότερες απ’ ότι η παιδική μου ηλικία μπορούσε να νοιώσει, και να απορροφήσει, μεγάλωσα πιο γρήγορα και σιγά σιγά, τολμώ να πώ, άρχισα να τις ενσωματώνω μέσα μου και στα καλά και στα κακά τους, τόσο που κάποιες στιγμές, ειδικά στην ηλικία της μετέπειτα ωριμότητας, ήταν σαν να τις άκουγα να μιλούν όλες μέσα μου και να ανταγωνιζονται ποιανής ο λόγος θα βγει πρώτος από το στόμα μου.»

«Σίγουρα, ήταν και είναι αυτό που με έκανε να τα καταφέρω να τις παρουσιάσω μέσα σ όλη την φυσικότητα τους στο τρίπτυχο των Καστρωμένων αλλά και στη μουσική που έπαιζαν και τραγουδούσαν με τις κιθάρες, τα παλαμάκια, και τα μαντολίνα τους. Και κάτι να μην ήξερα απ’τα σκωπτικά του δικού τους κλήδωνα, τα νανουρίσματα, τα χορέματα, τα μοιρολόγια, τα λόγια απ’τα τραγούδια τους, ανέτρεχα στις φωνές τους, που ήταν όλες μέσα μου και πάντα πανέτοιμες, στο λεπτό, να μου το ψιθυρίσουν.»

«Αυτός ο τόσο ιδιαίτερος, διαφορετικός, και μοναδικός τρόπος ζωής τους, η ευφυΐα τους, που είχαν κατατάξει ιεραρχικά μεταξύ τους ως θείον δώρον, και χωρίς παράπονα προς τον ύψιστο, μαζί με τις αρμοδιότητες και τις χάρες που είχε η κάθε μια, από την πιο απλοϊκή ως την σοφότερη, που δεν υπήρξε ποτέ άλλη, ακόμα και μετά τον θάνατο της, από την θεία μου την Αναστασία, με έπεισε από πολύ νωρίς ότι ζούσα κάτι πραγματικά μοναδικό που πάση θυσία έπρεπε να αποθανάτισω.
Η ζωή μαζί τους έμοιαζε να ξεκινάς από ένα μικρό σχολειό και να φτάνεις σ ένα πολυπανεπιστήμιο, που εναλλάσσονταν μεταξύ τους, ακόμα και μέσα στην διάρκεια μισής μέρας. Ένα ανεξάντλητο πεδίο που συσσώρευε εκτός απ τα δικά τους χρόνια, τα γόνιμα χρόνια των γιαγιάδων, των προγιαγιάδων κ των προπρογιαγιάδων τους, και που δεν επέτρεπαν στον συλλογικό τους νου ούτε να τα ξεχασει ούτε να τα παραμελήσει.
Είχα την μεγάλη τύχη να ζήσω σ ένα κόσμο μαγικό, μια ιστορία αιώνων με χιλιάδες στόματα, που μιλούσαν μέσα απ’ τα δικά τους, σοφά, ευτράπελα, ή και άμυαλα κι αλόγιστα, ανάλογα με το αξίωμα στη γνώση που είχε αναγνωριστεί στην καθεμιά.»
«Ήταν τόσα πολλά να τα χωρέσει ένα κεφάλι όλα αυτά, που τα μοιραζόμουνα με τους συνομίληκους μου στα μαθητικά μου χρόνια, που κι αυτοί με τη σειρά τους τα ζούσαν μέσα απ’τα λόγια μου, περιμένοντας ανυπόμονα τη συνέχεια. Ο ενθουσιασμός δεν άργησε να περάσει από τους μαθητές στους δασκάλους και για ένα διάστημα, θυμάμαι, είχα μια ώρα σχολική κάθε βδομάδα να διηγούμαι και να μιμούμαι σε μαθητές και καθηγητές τα θαυμάσια που ζούσα!»
«Οι 21, στην περίοδο της ακμής τους πριν απ’ τον πόλεμο, πεπεισμένες απ’ τα νιάτα τους γεροντοκόρες, που δεν υποτάχθηκαν ποτέ σε κανένα και σε τίποτα άλλο εκτός απ’τη δόξα και τα μεγαλεία που κληρονόμησαν, που μετέφεραν στον ίδιο χώρο τις προίκες τους, δημιουργώντας ένα αληθινό παλάτι για τα νησιώτικα δεδομένα, που μαζί με το ένδοξο βενετσιάνικο παρελθόν τους, τις έκανε να νοιώθουν πραγματικές βασίλισσες, που ένωναν τη δύναμη και τα κοπλιμέντα η μία για την άλλη με τέτοιο τρόπο, που δεν άφηναν τα γηρατειά και τη θλίψη να έλθουν, αφού τα γέλια και οι χαρούμενες φωνές δεν σταμάτησαν ποτέ, και που όταν ήρθαν με τη μορφή μιας άνοιας που’χε όλα τα στοιχεία της ξεγνοιασιάς και της ανεμελιάς, μάλλον δεν την κατάλαβαν. Μια άνοια που άρχισε να κτυπά πρώτα τα υψηλότερα επίπεδα εξυπνάδας, με τα χαμηλότερα που πάντα υπηρετούσαν ευλαβικά, να συνεχίζουν να υπηρετούν και να νοιάζονται με τον ίδιο τρόπο, και να βλέπει η μία την άλλη να φεύγουν σιγά σιγά, χωρίς παράπονο, σαν ένα σφουγγάρι να τις έσβηνε χωρίς θόρυβο πάνω σ έναν πολύχρωμο πίνακα.»
«Η ζωή μου μαζί τους ήταν κάτι παραπάνω από καθοριστική για τις σπουδές που διάλεξα να κάνω, για τη μουσική, τη συγγραφή, αλλά περισσότερο απ’ όλα για να τις κρατήσω ζωντανές, διατηρώντας ανέγγιχτα τα 400τμ στα οποία έζησαν μαζί μ’ όλα όσα είχαν και χρησιμοποιούσαν, έτσι που αν το αποφασίσουν κάποτε να ξανακατέβουν, να τα βρούνε όλα στη θέση τους.»
