Οι Καστρωμένες

Οι Καστρωμένες ήταν Βενετσιάνες αριστοκράτισσες που κατέβηκαν από το παλιό κάστρο στο Ξώμπουργο, και κατοίκησαν στη συνοικία της Απάνω Βρύσης, στην Χώρα της Τήνου.

Αναλαμβάνοντας συχνά εξισορροπιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση δυσεπίλυτων θεμάτων, που αφορούσαν τόσο τη σχέση του νησιού με τους κατακτητές, όσο και ανάμεσα στα δύο κύρια δόγματα, τους ορθόδοξους και τους καθολικούς, ήταν γνωστές στην τοπική κοινωνία ως “Αντρούτσες”.

“Καστρωμένες” ειπώθηκαν αργότερα, όταν κατά την οικονομική παρακμή της Απάνω Βρύσης, μετοίκησαν σταδιακά πολλές μαζί στο καστρόσπιτο, ένα τριώροφο κτίριο, έκτασης 400 τμ, που κάθε όροφος του έβγαινε και σε έναν δρόμο. Εκεί, καθώς ήταν άγαμες ή χήρες, μετέφεραν τις προίκες τους , δημιουργώντας ένα είδος, μικρού, μοναδικού, απίστευτου παλατιού.

Διαθέτοντας, λόγω της ευγενικής τους καταγωγής, ότι καλύτερο είχε τόσο η εποχή τους όσο και η εποχή των προγόνων τους, διαμόρφωσαν έναν εκπληκτικό χώρο έκφρασης πολυπολιτισμικότητας, τέχνης και πολυτέλειας της αστικής τάξης του 18ου, 19ου και 20ου αιώνα.

Σχετικά με τις Καστρωμένες

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις Καστρωμένες, απευθείας από τον ιδρυτή του Μουσείου, κ. Αντώνη Συριανό, ο οποίος μέσω της συγγραφικής του πένας και των αναμνήσεων του, μας εξιστορεί την μοναδική ιστορία τους.

«Oι Καστρωμένες ήταν οι δυναμικές και ευέλικτες γυναίκες της Τήνου, οι οποίες στην συλλογική μνήμη και ντοπιολαλιά έμειναν ως αντρούτσες.»

«Καπάτσες κι απ’ όλους σεβαστικές, κατάφερναν να λύνουν τα δύσκολα και λεπτά ζητήματα είτε αφορούσαν τη σχέση του νησιού με τους κατακτητές, είτε τα ιδιόμορφα προβλήματα που δημιουργούντουσαν ανάμεσα στα δυο κύρια δόγματα, τους καθολικούς και τους ορθόδοξους.

Mέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα, οι Καστρωμένες ζούσαν στην παλιά πόλη, που ‘ταν κλεισμένη μέσα στα τείχη του εξώμπουργου, στο κέντρο του νησιού. Από το 1715 και μετά, χρονολογία κτήσης της καινούριας πόλης της Τήνου, κατοίκησαν την Χώρα, κτισμένη πάνω στη θάλασσα, τώρα που ο φόβος των πειρατών είχε σχεδόν οριστκά εκλείψει.»

«Σε δυό μεγάλες γειτονιές χωρίστηκε η πρωτεύουσα και τα δυο σιωπηρά μα ισχυρά κριτήρια κατάταξης στη μια ή στην άλλη, ήταν η καταγωγή και το πορτοφόλι, με το τελευταίο να γίνεται εξαρχής ο πρωταρχικός παράγοντας, που μπροστά του έχανε την ισχύ της όχι μόνο η καταγωγή μα και η θρησκεία.»

«Την Απάνω Βρύση μέχρι και τ’ απάνω πάνω μυρωμένα στενά της βαρής που καθρεφτιζόντουσαν κι αντάλλαζαν μυρωδιές με τη θάλασσα, κατοίκησαν όλα τ’ αριστοκρατικά απομεινάρια των προηγούμενων κατακτητών. Βενετσιάνοι, Ρώσοι, Μικρασιάτες, αλλά κι αρχοντοέλληνες, ντόπιοι και ξένοι, απ΄ τα τουρκοκρατημένα μέρη της Ελλάδας που ‘χαν βρεί καταφύγιο στην γαλήνη της Γαληνότατης. Στην Κάτω Βρύση μείνανε οι χωρικοί και τα τσουπλούκια, οι ξεβράκωτοι, (ciplak= o γυμνός στα τούρκικα) όπως λέγαν τους πρόσφυγες και τους απαράδιαστους, τα ακριβά στόματα της Επάνω Βρύσης.

Αν τα παλιά τα χρόνια, όταν ήταν κλεισμένοι στο Ξώμπουργο και η ζωή τους εξαρτιόταν από τα γύρω χωριά, ήταν όλοι μονιασμένοι, τώρα στη καινούρια Πόλη, τη Χώρα τη Καινουριοχτισμένη, σιγά σιγά σηκώθηκαν οι μύτες και το βλέμμα άλλαζε την κοψιά του κι έπεφτε πάντα καυστικό, έξω απ’ τα σύνορα της Επάνω Βρύσης.»

«Αν για την αξιωσύνη τους τα πρώτα χρόνια μες στα σαλόνια του Ξώμπουργου τ΄ς είχαν ονομάσει Αντρούτσες γιατί μόνο αυτές ξέραν να λύνουν τ’ άλυτα, τώρα παντού τίς φωνάζαν Καστρωμένες στη Κάτω γειτονιά, συνώνυμο της σκληράδας, της ψηλομυτιάς και της ταξικής κλεισούρας, μες στα καινούρια κάστρα που ‘χτισαν και ταμπουρώθηκαν στην Απάνω Βρύση.»

«Σ’ αυτές τις δυο γειτονιές, την Απάνω και την Κάτω Βρύση, παίρνει φωτιά το τρίπτυχο βιβλίο μου οι Καστρωμένες, σε μια κλειστοανοιχτή νησιώτικη κοινωνία, όλο σχεδόν τον εικοστό αιώνα, σ’ ένα μεγάλο θέατρο αναγκαστικής επαφής, που αυλαίες του γίνονται τα στενά, τα πλακόστρωτα, τα καστρόσπιτα, και τα απλοϊκά μονόροφα σπιτάκια, που ‘ταν όλα τόσο διαφορετικά, άνθρωποι και φυσικά, και που ‘θα μπορούσαν να γίνουν ίδια κι απαράλλαχτα αν ο παράς γέμιζε ξαφνικά τις άδειες τσέπες της κάτω γειτονιάς;

Συ σ’ η μόνη μου χαρά
παντοδύναμε παρά
τα στραβά τα κάνεις ίσια
και τα άσχημα καλά

Ο εθνικός ύμνος της Επάνω Βρύσης

Η μουσική ήταν διαφορετική ανάμεσα στις δυο βρύσες. Και μόνο το άκουσμα της κατωβρυσιώτικης μουσικής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κακόγουστη παρέμβαση ή και ύβρις και προσβολή σε πιο ακραίες περιπτώσεις από τις απανωβρυσιώτισες, που είχαν τους τροβαδούρους τους και που με μαντολίνα και κιθάρες, θύμιζαν πιο πολύ Επτάνησο και Νάπολη, μέσα στα τείχη της επάνω γειτονιάς. Ακόμα και τα βήματα που θα ‘καναν οι μουσικοί, ήταν μετρημένα και προσεγμένα, στη προσπάθεια να φυλακίσουν ακόμα και τον ήχο στις καντάδες, μη πάει παραπέρα, και φτάσει σ’ αυτιά, ανάξια ν’ ακούσουνε.»

«Ο αέρας είν’ μαζί μας σήμερα λέγαν οι Απανοβρυσιώτισες σε γάμους αρραβώνες και βαφτίσια, όταν ο καιρός δεν ήταν ακουστικός, και δεν έφτανε μέχρι τη Κάτω Βρύση.

Όσο πιο λίγα ακούν’ τ’ αυτιά τους, τόσο πιο λίγα θα θέλουν να δουν τα μάτια μας. Ευτοί, μάτια μ’, είν’ τόσο ξαδιάντροπ’, π’ μπορεί να τ’ς δεις, μπεκρουλιασμένοι, όχι μοναχά στ’ πόρτα σ,’ αλλά και στο κρεβάτι σ’. Διαβάσατε στ’ν Ηχώ τα ρεζιλίκια π’ κάναν στ’ν Αγιά Τριάδα απάνω στα μεθύσια τους, π’ πάνε κάθε τρεις και μιά και ξεσ’κώνουν τ’ς Άγιοι μας με τα ξεφωνητιά τους! Παναϊα μ’ κι είναι κι η εποχή με τα πρωτόρακα π’ όποιος τα πιεί δε ξέρ’ τι τ’ γίνεται. Φτου στο στόμα μ’ ξύδ’ δυνατό, π’ τ’ς ονομάτ’σα, μη τ’ς δω μπροστά μ’!

Στα σαλόνια της Απάνω Βρύσης που ‘χαν χορέψει πρίγκηπες και βασιλιάδες, δούλες χωριανές ή και ξενοφερμένες, ανάλογα με τις ικανότητες τους, αποκτούσαν και υποκριτικές δραστηριότητες, μιμούμενες τα κωμικά συμβάντα της Κάτω Βρύσης και σπάνια της Απάνω Βρύσης.»