Βιβλίο “Οι Καστρωμένες”
Η δύσκολη συμβίωση των Καστρωμένων, η ιεραρχική τάξη που είχαν μεταξύ τους, οι σχέσεις τους, τα πάθη τους, οι συνήθειες τους και η κουλτούρα τους καταγράφονται λεπτομερώς στο τρίπτυχο, ομώνυμο βιβλίο του Αντώνη Συριανού (από το οποίο έχει κυκλοφορήσει μόνο το πρώτο τεύχος).
Ο Αντώνης Συριανός, πέραν από ιδρυτής του μουσείου των Καστρωμένων, είναι ο καταλληλότερος αφηγητής της μοναδικής ιστορίας τους, καθώς είναι μικροανιψιός της Αναστασίας, στην οικογένεια της οποίας ανήκε το Κάστρο, και είχε συμβιώσει μαζί τους κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία.
Το βιβλίο του αποτελεί και λαογραφική μελέτη και ηθογραφία εποχής, η οποία αποτυπώνεται και με χιουμοριστική διάθεση κάποιες φορές και ιδιαίτερα έντονο το στοιχείο της Τηνιακής διαλέκτου, στα αυτοτελή (αλλά και συνδεδεμένα μεταξύ τους) αφηγήματα των προσωπικών ιστοριών των Καστρωμένων.
Τα δύο επόμενα βιβλία αναμένονται να εκδοθούν σύντομα.
CD “Από την Τήνο στην Νά-πολη”
Οι Καστρωμένες είχαν τη δική τους μουσική, η οποία έχει εμφανείς ομοιότητες με την επτανησιακή μουσική και τα άλλα ιταλοκρατούμενα μέρη εκείνης της εποχής. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθώντας πιστά τα ιταλικά δρώμενα, έβαλαν στο ρεπερτόριο τους τα Ναπολιτάνικα, με τροβαδούρους και μαντολίνα.
Τα χορευτικά, τα μοιρολόγια, οι μελωδίες και η εν γένει μουσική τους παραδόση, αποτέλεσαν σημαντική πηγή έμπνευσης και ώθηση για τον Αντώνη Συριανό, ο οποίος μεγάλωσε από παιδί μαζί τους. Οι μουσικές του απαρχές δίπλα στις Καστρωμένες, τον οδήγησαν μετέπειτα να σπουδάσει μουσική στο Ωδείο του Παρισιού και στη Σχολή της Σκάλας του Μιλάνου, και να ακολουθήσει μια επιτυχημένη πορεία ως σολίστας τενόρος, με πολυάριθμες εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο.
Τιμώντας τις Καστρωμένες, το 2021, ηχογράφησε και κυκλοφόρησε το CD “Από την Τήνο στην Νά-πολη”, όπου καταγράφεται για πρώτη φορά και διασώζεται η μουσική που άκουγαν και τραγουδούσαν οι Καστρωμένες.
Σύντομα θα κυκλοφορήσουν περισσότερα CDs.
Σχετικά με τα Βιβλία & τα CDs
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα βιβλία και τα CDs που δημιουργήθηκαν για τις Καστρωμένες, απευθείας από τον ιδρυτή του Μουσείου, κ. Αντώνη Συριανό, ο οποίος μέσω της συγγραφικής του πένας και των αναμνήσεων του, μας εξιστορεί τον λόγο δημιουργίας τους.

«Η στενή συμβίωση με τις Καστρωμένες καθ’όλην την διάρκεια της παιδικής και της εφηβικής μου ηλικίας,
αλλά και αργότερα η αδιάκοπη επαφή που είχα με το Κάστρο, ακόμα και μετά τις εκτός Τήνου σπουδές μου, συν την καταφανή διαφορετικότητα τους από το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν και την δική μου πεποίθηση ότι κι εγώ με τη σειρά μου είχα ζήσει και συνέχιζα να ζω μαζί τους κάτι το μοναδικά διαφορετικό, ήταν που με ενέπνευσαν να αποθανάτισω την ζωή τους και να τις κάνω ηρωίδες μου στο τρίπτυχο βιβλίο οι Καστρωμένες, από το οποίο έχει εκδοθεί μόνο το πρώτο μέρος.»
«Το τρίπτυχο αυτό στην μικρή εισαγωγή του, αποτελεί ύμνο στις γυναίκες της Τήνου, (Αντρούτσες) που με απαράμιλλη μαεστρία, κατάφεραν ανά τους αιώνες να ανταπεξέλθουν τις σχεδόν ανυπέρβλητες δυσκολίες ενός θρησκευτικά διηρημένου νησιού, αναλαμβάνοντας αθόρυβα, ηγητικά εξισορροπιστικά καθήκοντα, ξεκινά επιγραμματικά από την ίδρυση της Χώρας το 1715 και επικεντρώνεται με συχνά εύθυμες λεπτομέρειες, στην κοινωνική ζωή της Τήνου συνολικά, από τα τέλη του 19ου μέχρι και σχεδόν τα τέλη του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα στις δύο μεγάλες γειτονιές τις Χώρας, την πλούσια και ξιπασμένη Πάνω Βρύση και την φτώχεια αμόρφωτη μα περήφανη Κάτω Βρύση.
Μια αρμαθιά, κατά πεποίθηση, Πανωβρυσιώτισες γεροντοκόρες, που ένωσαν τις προίκες και ζήσαν μαζί στο Κάστρο για δεκαετίες, που προσπάθησαν σχεδόν αβοήθητες, να κρατήσουν την αριστοκρατική παράδοση της αριστοκρατικής γειτονιάς τους, που δημιούργησαν δικούς τους νόμους με ισχύ μόνο μέσα στο Κάστρο τους, σ’ έναν χώρο που η εξυπνάδα, η πονηριά και η απλότητα είχαν γυναικεία ονόματα, τα δικά τους.»


«Ένα καθημερινό κωμικό και δραματικό θέατρο, στο οποίο σεναριογράφοι και ηθοποιοί εμπλεκόντουσαν στους ρόλους τους μέσα σε αληθινές ιστορίες που είχαν ζήσει ή ακούσει απ’τις γιαγιάδες ή τις προγιαγιάδες τους και που για την δική τους και μόνο διασκέδαση, (εκτός από εκλεκτές εξαιρέσεις) επαναλάμβαναν σαν ένα είδος λύτρωσης, απ’ αυτά που έφερνε ή είχε φέρει η ζωή τους και ήθελαν διακωμωδόντας να ξεπεράσουν ή να ξεχάσουν.
Μια συμβίωση που ακόμα και στην πιο προχωρημένη ηλικία δεν γνώρισε την μοναξιά ή την απομόνωση, αφού η ηλικία όσο ανέβαινε έπαιρνε την τιμή ακριβής αντίκας απ’ τον δικό τους περίγυρο, και όπως και στα μοναστήρια, συνεχής ήταν η προσέλευση από νεώτερες νεομυημένες στο δόγμα και την φιλοσοφία της περήφανης κατά πεποίθηση γεροντοκόρης.»
« Οι Καστρωμένες, ψηλομύτες και ακατάδεκτες, όπως ήταν, είχαν την δική τους μουσική, εντελώς άγνωστη και μη καταγεγραμμένη μέχρι την έκδοση του cd “Από την Τήνο στην Νά-πολη”, που έχει εμφανείς ομοιότητες με την επτανησιακή μουσική και τα άλλα ιταλοκρατούμενα μέρη εκείνης της εποχής. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθώντας τα ιταλικά δρώμενα, έβαλαν στο ρεπερτόριο τους τα Ναπολιτάνικα, τα οποία αν και ήταν εύθυμα στην πλειονότητα τους, τα τραγουδούσαν και τα έπαιζαν με την ευλάβεια της ανωτερότητας που επέβαλε η μακρινή αλλά αδιαμφισβήτητη Βενετσιάνικη καταγωγή τους.»

«Με την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, όταν την Απάνω Βρύση κατέκλυσαν Μικρασιάτες αριστοκράτες της σειράς τους, τα Σμυρνέικα μπήκαν κι αυτά στο ρεπερτόριο τους, ακόμα και τα τούρκικα, αφού πολλές, απ’τις φιλενάδες τους ήταν ορθόδοξες μεν αλλά δεν ξέραν ελληνικά. Με δυσκολία και δυσφορία τα δέχτηκαν και το ομολογούσαν πως δεν ήταν συνυφασμένα με την τάξη και τις ευλαβείς προτιμήσεις τους.
Αντίθετα είχαν πάθος με την ξενόφερτη μουσική του μεσοπολέμου που έπαιζαν και τραγουδούσαν με πάθος, και μέχρι και σχεδόν τα τέλη του 20ου αιώνα συμπεριέλαβαν Θεοδωράκη και Χατζιδάκι ως τους αληθινούς συνεχιστές μιας ανώτερης εθνικής παράδοσης, από την οποία δεν έλειπαν και τα πατριωτικά στοιχεία, που τις μεράκλωναν όταν δεν είχαν σχέση με αντάρτικα και ξεσηκώματα στις κατώτερες τάξεις.»
«Δώδεκα μαντολίνα είχε το Κάστρο και οι τροβαδούροι ποτέ δεν έλειπαν μέχρι και τα τελευταία χρόνια.
Μπροστά στις μουσικές και φωνητικές τους ικανότητες, παρ’ ότι ηταν αδιάλλακτες, ξεχνούσαν ακόμα και την ταπεινή καταγωγή τους και τους ντουρλούντιζαν στα σαλόνια τους. Η μουσική μάτια μ’ ανεβάζ τον άνθρωπο που τνε παίζ’ δικαιολογούσαν μεταξύ τους τις ταπεινές πατημασιές στα κατώφλια τους.
Με παρεποιημένα συνήθως τα λόγια των ξένων τραγουδιών που τραγουδούσαν, αντιστάθμιζαν τα λεκτικά λάθη, με μια ερμηνεία και μια αισθαντικότητα, που έκανε κάθε τραγούδι και θεατρική παράσταση. Πολυτραγουδισμένα τραγούδια, τραγουδισμενα απ’ αυτές ήταν σαν μην είχαν τραγουδηθεί πριν από κανέναν ξανά. Ανατριχίλα, εκείνη η γλυκειά ευχάριστη αίσθηση που δεν ελέγχεται, σε απροσδιόριστους αισθαντήρες της ύπαρξης μας, ήταν αυτό που προκαλούσαν οι φωνές τους όλες μαζί, κι ακόμα κι οι κατωβρυσιώτες που’χαν πόλεμο μαζί τους, με τον αντίλαλο και μόνο, εκείνες τις στιγμές τις συγχωρούσαν.»
«Μαζί τους μεγάλωσα, τραγούδησα, έπαιξα κιθάρα, μαντολίνο, έμαθα τα λόγια απ’τα τραγούδια που λέγανε που τις πιο πολλές φορές ήταν δικές τους παραλλαγές.
Ποτέ δεν χρειάστηκε να τις μιμηθώ γιατί ήμουν κομμάτι τους. Είχα ποτιστεί απ’ τον χαρακτήρα τους, τις είχα οριστικά και αμετάκλητα, συλλογικά αφομοιώσει.
Για πρώτη φορά ήταν στην Ιταλία όταν πήρα επί σκηνής το μεγαλύτερο κοπλιμέντο της ζωής μου. Πρώτη φορά άκουγα αυτές τις λέξεις και μάλιστα από έμπειρα γηρασμένα χείλια που’ χαν τραγουδήσει σ’ όλον τον κόσμο.“Μια φωνή από κείνες τις λίγες που’ χουν το δάκρυ μέσα τους”.
Αυτός ήταν ένας απ’τους αζύγιστους θησαυρούς που κληρονόμησα από τις Καστρωμένες. Ένα κομματάκι απ’ το χρώμα της φωνής της καθεμιάς. Τραγουδούσα και στη φωνή μου, πάντα άκουγα από μέσα μου βαθιά το σιγόντο που μού καναν απλόχερα όλες μαζί. Είμαστε μαζί και το πολύ κοινό δεν με φόβιζε. Κάθε αρμονική της φωνής μου, μια απ’αυτές.»

«Κάποιος θα μπορούσε να δώσει σ’αυτήν την αναβίωση του τρόπου ζωής τους, έτσι όπως βγαίνει απρόσκοπτα μέσα απ τα βιβλία μου, τον τίτλο ηθογραφία εποχής, ζωντανή λαογραφία ή κάτι άλλο που δεν έχω σκεφτεί. Μην με ρωτάτε να σας πω. Ειλικρινά δεν ξέρω.
Ο σκοπός μου δεν ήταν αυτός και ούτε θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Η συγγραφή αυτών των βιβλίων ήταν μόνο ένα τιμητικό σταμάτημα στον πολύτιμο χρόνο που έζησα μαζί τους, για να το προλάβουν να το ζήσουν κι αυτοί που θα’ ρθουν αργότερα.
Μέσα στο 2024 μετά από υπεράνθρωπες θυσίες και προσπάθειες με μόνη βοήθεια αυτά που κέρδισα απ’ τη φωνή μου, το Κάστρο των 400 τμ με όλα τα έπιπλα, αγαπημένα τους αντικείμενα, ρούχα, στολίδια, κοσμήματα, προσωπικά είδη των Καστρωμένων, θα ανοίξει στο κοινό.
Ο λόγος που δεν έγινε σημαντική διαφήμιση του πρώτου βιβλίου και του cd, “Από την Τήνο στην Νά-πολη” (παρά την επιτυχία που είχαν), αλλά και η έκδοση των επόμενων βιβλίων και cd, είναι προφανής. Θα εκδοθούν από το Κάστρο και θα ανήκουν όλα στο Κάστρο, ούτως ώστε ενδεχόμενα οικονομικά οφέλη από την πώληση τους, να βοηθήσουν τη δαπανηρή συντήρηση του, για το οποίο ουδέποτε έλαβα οικονομική βοήθεια από κανένα.»